λυγαριά

λυγαριά
η
φυτό με ευλύγιστα κλαδιά, ο λύγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυγαριά — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονoυ φυτού Vitex agnus, της οικογένειας των βερβενιδών. Η λ. είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, ύψους 1 2 μ. Έχει τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό βλαστό με μακρόμισχα, παλαμοειδή φύλλα με 5 7 λογχοειδή και μυτερά… …   Dictionary of Greek

  • αλυγαριά — Βλ. λ. λυγαριά. * * * η λυγαριά, λυγιά, λύγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + λυγαριά] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

  • λυγώδης — λυγώδης, ῶδες (AM) [λύγος] αυτός που μοιάζει με λυγαριά μσν. κατασκευασμένος από λυγαριά …   Dictionary of Greek

  • λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …   Dictionary of Greek

  • GR-EO38 — Nationalstraße 38 (Ethiniki Odos 38) Länge: ca. 250 km …   Deutsch Wikipedia

  • Nationalstraße 38 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.38 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Achlada (Kreta) — Achlada Δ. δ. Αχλάδας …   Deutsch Wikipedia

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”